Αλεξάντερ, Γουίλιαμ, κόμης του Στέρλινγκ — (William Alexander, περ. 1567 – 1640). Ποιητής, αυλικός και αποικιστής (βλ. λ. Στέρλινγκ, Γουίλιαμ Αλεξάντερ, κόμης του) … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Χάρολντ Τζορτζ — (Harold George Alexander, Κομητεία Τάιρον, Ιρλανδία 1891 – 1969). Βρετανός στρατάρχης. Διοικητής των βρετανικών δυνάμεων κατά την εκκένωση της Δουνκέρκης, το 1940, ανέλαβε το 1942 τη διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων Μέσης Ανατολής και αργότερα,… … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ του Άμπινγκτον — (Alexander of Abingdon, τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.). Άγγλος γλύπτης. Συνεργάστηκε με τον Στάνγουελ Τζορτζ και τον αρχιτέκτονα Μιχαήλ της Κανταβρυγίας. Άσκησε μεγάλη επιρροή στη γλυπτική της εποχής του και επονομάστηκε Imaginator (επινοητικός) για … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Γουίλιαμ — (William Alexander, 18ος αι.). Άγγλος χειρουργός γιατρός. Εξάσκησε τη χειρουργική στο Εδιμβούργο και στο Λονδίνο. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με μελέτες γύρω από τις φυσιολογικές και θεραπευτικές ιδιότητες των φαρμάκων, πραγματοποιώντας ο ίδιος… … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Σάμιουελ — (Samuel Alexander, 1859 – 1938). Άγγλος φιλόσοφος, από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Σπούδασε στη Μελβούρνη, την Οξφόρδη και τη Γερμανία. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βικτορίας του Μάντσεστερ, από το 1893 έως το 1924. Η φιλοσοφία του, μια… … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Στέφεν — (Stephen Alexander, Σενέκτεντι 1806 – Πρίνστον 1883). Αμερικανός αστρονόμος. Δίδαξε στο κολέγιο του Νιου Τζέρσεϊ από το 1833 έως το 1877. Δημοσίευσε σημαντικές μελέτες σε διάφορα περιοδικά, με πιο γνωστές τις ακόλουθες: Θεμελιώδεις αρχές των… … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Τζέιμς Έντουαρντ — (James Edward Alexander, 1803 – 1885). Άγγλος αξιωματικός και συγγραφέας. Πολέμησε στην αγγλική εκστρατεία εναντίον της Βιρμανίας (1825), στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπέρ των Ρώσων (1829), στην Πορτογαλία υπέρ του Δον Πέτρο, στην κατάληψη της… … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Τζον Χουάιτ — (John Η. Alexander, Πενσιλβάνια 1856 – Νέα Υόρκη 1915). Αμερικανός ζωγράφος. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου και εργάστηκε στη Βενετία, την Ολλανδία και το Παρίσι. Έγινε γνωστός από τη συμμετοχή του στο Σαλόν (ομαδική έκθεση) του… … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Φρανσίσκο — (Francisco Alexander, Κονέκτικατ 1800 – Φλωρεντία 1881). Αμερικανός ζωγράφος. Μετά τις καλλιτεχνικές του σπουδές, έζησε δύο χρόνια στη Ρώμη (1831 32) και μετά επέστρεψε στη Βοστόνη όπου και παρέμεινε για μια δεκαετία. Το γνωστότερο έργο του είναι … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Χάρτλεϊ — (Hartley Alexander, 1873 – 1939). Αμερικανός φιλόσοφος και συγγραφέας, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα. Είναι κυρίως γνωστός ως εκδότης του λεξικού που έχει επικρατήσει να ονομάζεται Ουέμπστερ (Webster) … Dictionary of Greek